- σωματοφυλάκιον
- τὸ, Α1. τάφος2. σαρκοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φυλάκιον (< φύλαξ, -ακος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σωματοφυλάκια — σωματοφυλάκιον place where a body is guarded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek